- συννυφάδα
- ηη σύζυγος του αδελφού κάποιου σε σχέση προς τη δική του γυναίκα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συννυφάδα — η, Ν βλ. συνυφάδα … Dictionary of Greek
συνυφάδα — και συννυφάδα, η, Ν καθεμιά από τις γυναίκες τών οποίων οι σύζυγοι είναι αδελφοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νύφη κατά το κουνιάδα (πρβλ. και σύννυμφος)] … Dictionary of Greek
μπατζανάκης — ο θηλ. ισσα (λ. τουρκ.), ο σύγαμπρος, η συννυφάδα: Ήμασταν φίλοι και τώρα γίναμε και μπατζανάκηδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)